- πρώτιστος
- -η, -ο / πρώτιστος, -ίστη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και δωρ. τ. πράτιστος, -ίστη, -ον Α(ως υπερθετικό τού πρώτος)1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστακυρίως, πρώτα πρώτανεοελλ.1. συνεκδ. κυριότατος, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος2. μτφ. κορυφαίος, ανώτατος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρώτισταζωολ. το σύνολο τών ευκαρυωτικών μονοκύτταρων οργανισμών, δηλαδή αυτών που έχουν διάκριτο, κεχωρισμένο πυρήνααρχ.1. πρωταρχικός, κύριος («πρωτίστη αἰτία», Πρόκλ.)2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρώτιστονπροπάντων, πρώτα πρώτα, κυρίως.επίρρ...πρωτίστως και πρώτιστα Νπρώτα πρώτα, κυρίως, προπάντων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῶτος / πρᾶτος + κατάλ. -ιστος τών ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. μέγιστος)].
Dictionary of Greek. 2013.